- χλωριδικός
- -ή, -ό, Ν [χλωρίδα]φρ. α) «χλωριδική περιοχή»(φυτογεωγρ.) η περιοχή πού συντηρεί χαρακτηριστική χλωρίδαβ) «χλωριδική σύνθεση»(φυτογεωγρ.) ο κατάλογος τών φυτικών ειδών μιας δεδομένης περιοχής, ενός βιοτόπου ή μιας διάπλασηςγ) «χλωριδικό στοιχείο»(φυτογεωγρ.) κάθε ομάδα φυτών τής οποίας τα μέλη έχουν ένα κοινό σημαντικό χαρακτηριστικό.
Dictionary of Greek. 2013.